εγκαινίασμα

εγκαινίασμα
το, -ατος
1. εγκαινίαση (βλ. λ.).
2. (λαογρ.), το όργωμα ολόγυρα από χωριό, για να εμποδιστεί η είσοδος σ' αυτό επιδημίας, το γκαίνιασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγκαινίαση — η και εγκαινίασμα, το η τέλεση τών εγκαινίων, τα εγκαίνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”